μετακένωμα

μετακένωμα
το
βλ. μετακένωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετακένωση — η 1. μετάγγιση 2. η εκ νέου πρόσληψη από τους Έλληνες τών επιστημών και ειδικά τής κλασικής παιδείας, τών οποίων η μετάδοση και η εξάπλωση στους Ευρωπαίους συνετέλεσε στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, αλλ. μετακένωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετακενώνω. Η λ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”